- μαγδωλοφυλακία
- μαγδωλο-φῠλᾰκία, ἡ,A manning of the watch-tower, dub. in PLond. 3.1235.12 (ii A. D.), PRyl.191.5,8 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαγδωλοφυλακία — μαγδωλοφυλακία, ἡ (Α) [μαγδωλοφύλαξ] πάπ. απόσπασμα στρατιωτών που αποτελούσε τη φρουρά στρατιωτικού φυλακίου … Dictionary of Greek